χαλκογράφος

χαλκογράφος
ο , η гравёр по меди

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χαλκογράφος" в других словарях:

  • χαλκογράφος — ο, η, ΝΜ νεοελλ. καλλιτέχνης ή τεχνίτης ειδικευμένος στη χαλκογραφία μσν. τυπογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκογράφος — ο τεχνίτης ειδικευμένος στη χαλκογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • τηλεφανής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης και χαλκογράφος από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, που έζησε από τα τέλη του 6ου έως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στα Σούσα, στην αυλή του Δαρείου και του Ξέρξη, και …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκογραφία ή στον χαλκογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1736 στον Αντ. Κατηφόρη] …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφώ — έω, Ν χαράζω εικόνα σε χάλκινη πλάκα για εκτύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Βενετσιάνο, Ντομένικο — (Domenico Veneziano, Βενετία 1406 – 1461). Ιταλός ζωγράφος. Επιδόθηκε από πολύ νωρίς στην ελαιογραφία και απέκτησε μεγάλη φήμη στην Ιταλία όπου εργάστηκε στη διακόσμηση ναών. Στη Φλωρεντία ανέλαβε να διακοσμήσει ένα παρεκκλήσι μαζί με τον Αντρέα… …   Dictionary of Greek

  • Χάμερτον, Φίλιπ - Τζίλμπερτ — (Hamerton, 1834 – 1894). Άγγλος τεχνοκριτικός, χαλκογράφος και μυθιστοριογράφος. Το 1855 δημοσίευσε συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Τα νησιά της Λοχ και την εικονογράφησε ιδιόχειρα. Ανάμεσα στο 1856 και 1857 έζησε στη Σκοτία, όπου ασχολήθηκε με τη …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφώ — χαλκογράφησα, χαράζω εικόνα πάνω σε χάλκινη πλάκα, είμαι χαλκογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»